χίραμα

χίραμα
-άματος, τὸ, ΜΑ
ασθένεια τών ποδιών τών αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + κατάλ. -μα (πρβλ. φλέγ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιράματα — χίραμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιράματος — χίραμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”